-
1 ἐκ-σεύω
ἐκ-σεύω (s. σεύω), heraustreiben, im pass., heraus-, wegeilen, -stürzen; ἐκ δ' ἔσσυτο λαός Il. 8, 58; πυλῶν ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ 7, 1; Od. 9, 438; von Sachen, φάρυγος δ' ἐξέσσυτο οἶνος 9, 373; αἰχμὴ ἐξεσύϑη, die Spitze fuhr heraus, Il. 5, 293; sp. D.; übertr., βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος, der Schlaf schwand von den Augenlidern, Od. 12, 366.
См. также в других словарях:
εκσεύομαι — ἐκσεύομαι (Α) 1. ορμώ, εξορμώ, εξέρχομαι, τρέχω έξω («πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ», Ιλ. Η) 2. (για κρασί) ξεχύνομαι, χύνομαι προς τα έξω 3. (για ύπνο) εγκαταλείπω, φεύγω 4. (απολ.) εξορμώ, βγαίνω ορμητικά προς τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ… … Dictionary of Greek